- διάχυσις
- διάχυσιςdiffusionfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαχύσει — διάχυσις diffusion fem nom/voc/acc dual (attic epic) διαχύσεϊ , διάχυσις diffusion fem dat sg (epic) διάχυσις diffusion fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχύσεις — διάχυσις diffusion fem nom/voc pl (attic epic) διάχυσις diffusion fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχύσεσι — διάχυσις diffusion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχύσεσιν — διάχυσις diffusion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχύσιος — διάχυσις diffusion fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάχυσιν — διάχυσις diffusion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάχυση — Η έκχυση, η διασκόρπιση αλλά και η φθορά· η χαλάρωση ή η εύθυμη εκδήλωση. (Ιατρ.) Τεχνική για την αφαίρεση ουσιών από το αίμα με χρήση μιας μεμβράνης, μέσω της οποίας διέρχονται οι διάφορες ουσίες με διαφορετικούς ρυθμούς. Η διαδικασία… … Dictionary of Greek
ԾԱՒԱԼ — (ի, աց.) NBH 1 1013 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 13c ա. ἑκτένεια extensio διάχυσις diffusio եւն. (լծ. ընդ ճապաղ, եւ զեղումն). Սփռումն, եւ Սփռեալ ծաւալեալ. պարզուած. ընդարձակումն (ջրոյ, լուսոյ, ծայնի) եւայլն. *Ընդ յորձանս մեծապատումն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՃԱՊԱՂԻՔ — (ղեաց, կամ պաղք, ղից. գտանի եւ եզ. ճապաղի.) NBH 2 0172 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 12c, 13c գ. διάχυσις diffusio. Ճապաղք. հեղումն եւ զեղումն կամ ուղխք արեան սպանութեամբ. ... *Սկսան կոտորել, եւ եղեն արեան ճապաղիք: Լինիցին գայլք,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
διαχύσεων — διαχύσεω̆ν , διάχυσις diffusion fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)